- ὑπόρχησις
- ὑπόρχ-ησις, εως, ἡ,A dancing in accompaniment to song, Sch.Ar.Ra.924.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑπόρχησις — dancing in accompaniment to song fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόρχησιν — ὑπόρχησις dancing in accompaniment to song fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπόρχηση — η / ὑπόρχησις, ήσεως, ΝΜΑ [ὑπορχοῡμαι] όρχηση που συνοδεύεται από άσμα αρχ. υπόρχημα … Dictionary of Greek